Lucien Rebatet, ο Γάλλος διανοούμενος μεταξύ της γραφής και του συνεργατισμού 

«Ο πατέρας Rebatet είναι συμβολαιογράφος, όπως η οικογενειακή παράδοση. Είναι ένας αξιόλογος άνθρωπος που τον τιμούν οι συμπολίτες του. Αν και γνωρίζουμε ελάχιστα την πολιτική του άποψη, δείχνει έναν αντικληρικαλισμό που συγκλονίζει τη σύζυγό του, Jeanne Tampucci. Από μόνοι τους, το ζευγάρι Rebatet είναι μια κλασική περίπτωση της επαρχιακής μικροαστικής τάξης της Belle Époque. Είναι καλοζωισμένος, αδιάφορος, χωρίς τρόπους. Συχνάζει στα ζυθοποιεία και κουβέντες με τους χωρικούς. Λατρεύει τις οπερέτες, διαβάζει δημοκρατικές εφημερίδες και δεν πατάει ποτέ το πόδι του στην εκκλησία. Η γυναίκα του είναι λιτή και πηγαίνει τακτικά στη λειτουργία. Κληρονόμησε από τους γονείς της μεράκι για μουσική και ζωγραφική, καθώς και πολύ αυστηρό ήθος. Σεβόμενη το κατεστημένο, αναζητά την κοινωνία των διακεκριμένων ανθρώπων, κατά προτίμηση αριστοκρατών. Μεταξύ των δύο, ο μικρός Lucien έκανε την επιλογή του: περιφρονεί τον πατέρα του και θαυμάζει τη μητέρα του. Βρίσκει τον πατέρα του χωρίς ουσία και δημαγωγό και δεν θέλει να γίνει σαν αυτόν. Δεν θα τον συγχωρήσει ποτέ που τον εμπόδισε σθεναρά να μην πάει στον πόλεμο το 1914. Όλη του τη ζωή, θα προσπαθεί να ξεπλύνει αυτή την «ντροπή» με μια άμετρη αγάπη για τα όπλα και τη στρατιωτική τέχνη.Λατρεύει τις παρελάσεις και τις πολεμικές ιστορίες. Η μητέρα και η γιαγιά του εμφύσησαν τη λατρεία της προσπάθειας και του σεβασμού προς την εξουσία.»

Frédéric Gaussen, «Maurras et Lucien Rebatet, le fasciste parricide«

Στο παρών άρθρο θα σας παρουσιάσω άλλη μια μορφή σχετικά άγνωστη, έναν διανοούμενο που ανήκει και αυτός στην γενιά των «καταραμένων» του μεσοπολέμου, λόγω των επιλογών του. Ο Lucien Rebatet γεννήθηκε στο Moras-en-Valloire, στο τμήμα Drôme, στην περιοχή Auvergne-Rhône-Alpes, στις 15 Νοεμβρίου 1903 και πέθανε εκεί στις 24 Αυγούστου 1972. Ήταν γιος συμβολαιογράφου.  Κάπου μέσα στο 1924 ο Rebatet ανακαλύπτει την «L’Action Française’ του Maurras και τη φασιστική ιδέα: «Δεν είχα ποτέ ούτε ένα δημοκρατικό αιμοσφαίριο στις φλέβες μου. Υποφέρουμε από την Επανάσταση από μια σοβαρή ανισορροπία γιατί έχουμε χάσει την έννοια του ηγέτη. Φιλοδοξώ στη δικτατορία, σε ένα αυστηρό και αξιοκρατικό καθεστώς», θα γράψει στο έργο του “Les Décombres”. Λίγα χρόνια μετά, το 1928, Ο Rebatet κάνει τη στρατιωτική του θητεία και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Αφού εγκατέλειψε τις σπουδές του στη Νομική και αργότερα στην Φιλοσοφία, μπαίνει ως μουσικοκριτικός στην εθνικιστική και μοναρχική εφημερίδα του Maurras, με το ψευδώνυμο François Vinneuil, το οποίο θα χρησιμοποιήσει και μετά τον πόλεμο. Παθιασμένος με τη μουσική, αλλά και τον κινηματογράφο, γίνεται ένας από τους μεγαλύτερους και πιο οξυδερκείς κριτικούς του. Κάνει πολύ παρέα με τον Robert Brasillach και με άλλες μορφές της εποχής. Παντρεύεται με τη Véronique Popovici, ρουμανικής καταγωγής με έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά δεν θα αποκτήσουν παιδιά. 

Ο Rebatet το 1935, εντάχθηκε στο συντακτικό προσωπικό του “Je Suis Partout”, μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας που εκδόθηκε από τον Arthème Fayard και κυκλοφορούσε από τις 29 Νοεμβρίου 1930 και έγινε ένας εξέχων πολιτικός σχολιαστής. Χαιρετίζει με ενθουσιασμό την κυκλοφορία του προκλητικού αντισημιτικού δοκιμίου του Céline, “Bagatelles pour un Massacre”, όπου και εκθειάζει την πένα του μεγάλου αυτού συγγραφέα. Λατρεύει επίσης την τζαζ, καθώς και τον Proust, τον Wagner, τον Stravinski. Εναντιώνεται στην δύναμη των Εβραίων και επιτίθεται στον κομμουνισμό, τη δημοκρατία, την Εκκλησία. Ενώ μετά από ταξίδια του στη Γερμανία και την Ιταλία, εμβαθύνει τα θεμέλια αυτών των καθεστώτων και εξευγενίζει τη φασιστική του πίστη. Κληθείς πάλι στα όπλα τον Ιανουάριο του 1940, ο Lucien Rebatet απαλλάχθηκε τον Φεβρουάριο και μετά από μια περίοδο φυλάκισης στη Γερμανία, έμεινε στην πατρίδα του το Moras, όπου άρχισε να συντάσσει το “Les Décombres”, τα απομνημονεύματά του και το όραμά του για το τέλος της Τρίτης Δημοκρατίας μέχρι την καταστροφή. Στη συνέχεια φτάνει στο Vichy όπου εργάζεται στο ραδιόφωνο, αλλά το αυλικό πνεύμα που βασιλεύει εκεί δεν είναι για αυτόν. Επιστρέφει στο Παρίσι και ξαναρχίζει με επιτυχία τη συνεργασία του με το “Je Suis Partout” που θα φτάσει, κατά τη διάρκεια της κατοχής, σε κυκλοφορία 250.000 αντιτύπων. 

«Είχαμε μια φρίκη της δημοκρατίας,της υποκρισίας,της ανικανότητας,της δειλίας της. Μόλις καταργήθηκαν οι πολιτικές σέκτες,ζητήσαμε ένα ενιαίο κόμμα,τον έλεγχο των τραπεζών για την υπεράσπιση των εργαζομένων ενάντια στην απάνθρωπη αρπαγή του καπιταλισμού.Γίναμε φασίστες».

Εκδίδει και δύο αντισημιτικά φυλλάδια, τα “Les Tribus du cinéma et du théâtre” και “Le Bolchevisme contre la civilisation”. Μετά τη γερμανική προέλαση στη μπολσεβίκικη Ρωσία, η ιδέα της φασιστικής Ευρώπης τον ενθουσιάζει. Ως εκ τούτου, ενισχύει τη συνεργασία με τους Γερμανούς. Θα γράψει επίσης την κριτική θεάτρου για το “Le cri du peuple”  όργανο του “Parti Populaire Français”, (Λαικό Γαλλικό κόμμα) του Doriot  και για το “Devenir” των γαλλικών Waffen SS. Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με την «απολίτικη» σκέψη την του Celine, του  οποίου οι ιδεολογικές αποσκευές ήταν γενικά χαοτικές παρόλο που ήταν σκληρός αντισημίτης και συμφωνούσε σε πολλά με τον εθνικοσοσιαλισμό. Δεν συνεργάστηκε ποτέ όμως με τους Γερμανούς. Αντίθετα ο Rebatet το έκανε. Ήταν σταθερά φιλογερμανός και θα είναι μέχρι τέλους. Η ανάλυσή του για το «εβραϊκό ζήτημα», όσο μανιακή και εμμονική, ήταν απολύτως συμβατή με τα εθνικοσοσιαλιστικά αξιώματα και η επιλογή του για τον Χίτλερ και τη ριζοσπαστική συνεργασία ήταν το αποτέλεσμα μιας συνεκτικής βούλησης, της αντίληψής του για τη Γαλλία και την Ευρώπη του μέλλοντος. Σήμερα η απόλυτη, σπλαχνική εχθρότητα του Rebatet είναι σίγουρα ακατανόητη, για τον οποίο οι Εβραίοι αποτελούσαν ένα είδος «συλλογικού δημιουργού», έναν παρασιτικό λαό, την πεμπτουσία των κακών της αστικής τάξης, που διαφθείρει και εξαπατά τους Γάλλους, ώστε να κάνουν χρήσιμους πολέμους μόνο για αυτούς. 

Τον Ιούλιο του 1942, ο Rebatet εκδίδει το “Les Décombres” (Τα ερείπια), όπου κατονομάζει Εβραίους, πολιτικούς και στρατιωτικούς ως υπεύθυνους για την κατάρρευση του 1940. Το μακρύ αυτό γραπτό έχει επιθετικό και άκρως πολεμικό τόνο. Ο συγγραφέας επιτέθηκε επίσης βίαια στη “Action française”, στην εφημερίδα με την οποία είχε συνεργαστεί, την μετονόμασε μάλιστα ειρωνικά σε «Inaction française» (λογοπαίγνιο που σημαίνει μια Γαλλική αδράνεια, δηλαδή το αντίθετο του ονόματος της). Δεν άφησε έξω φυσικά και το αφεντικό της, τον Charles Maurras, τον οποίο τώρα περιέγραψε ως «faux fasciste» (ψεύτικο φασίστα). Κάτι σαν Πατροκτονία. Προσβεβλημένος, ο Maurras χαρακτηρίζει την φιγούρα του Rebatet με σκληρά επίθετα! Ούτε οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης του Vichy γλιτώνουν από την επίθεση του Rebatet. Η  μόνη διέξοδος για τη Γαλλία είναι η πλήρης συνεργασία με τη ναζιστική Γερμανία, σύμφωνα με τον συγγραφέα Το βιβλίο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, με κυκλοφορία περίπου 65.000 αντιτύπων. Το  “Les Décombres” περιγράφεται  από έναν ενθουσιώδη Brasillach με διθυράμβους, ο οποίος γοητεύεται από αυτές τις σκοτεινές σελίδες και από την πένα του φίλου του «Ένας ωκεανός βίαιων, αμέτρητων, ακόμη και θορυβωδών σελίδων, ένα άθροισμα των ημερών πριν από τον πόλεμο και για τον πόλεμο, που θα λάμπει στους επόμενους μήνες σαν σκοτεινός ήλιος. Ένα από τα σπουδαία και τρομερά βιβλία, ως μαρτυρία για την ώρα της τραγωδίας».  

Το τελευταίο άρθρο του Rebatet στο “Je suis partout” χρονολογείται στις 28 Ιουλίου 1944 (μετά την απόβαση στη Νορμανδία και την απόπειρα δολοφονίας του Hitler) και έχει τίτλο «Fidélité au National-socialisme», (πίστη στον εθνικοσοσιαλισμό). Ακόμα κι αν μετά την πτώση του Στάλινγκραντ, φαίνεται ότι εκμυστηρεύτηκε στους οικείους του ότι ο πόλεμος είχε χαθεί, έμεινε πιστός και αμετανόητος, αλλά ότι ήταν και πολύ αργά για να κάνει πίσω! Τον Σεπτέμβριο, όπως περίπου χίλιοι «συνεργάτες» συμπεριλαμβανομένου του Céline, ο Rebatet κατέφυγε στο κάστρο Sigmaringen, στο Baden-Wurttemberg. Μαζί του και ο Fernand de Brinon (αργότερα εκτελέστηκε από τους Γκωλιστές). Συνελήφθη από τους Συμμάχους στις 8 Μαΐου 1945 στο Feldkirch της Αυστρίας, αφού παρέδωσε το χειρόγραφο του βιβλίου “Les Deux étendards” (Τα δυο λάβαρα) στη σύζυγό του Véronique και φυλακίζεται στη Fresnes, όπου ο δικηγόρος του καταφέρνει να του επιστρέψει το χειρόγραφο. Η δίκη ξεκινά στις 18 Νοεμβρίου, μαζί με άλλους συντάκτες του “Je Suis Partout”. Ο Rebatet και ο Cousteau καταδικάζονται σε θάνατο, ο Claude Jeantet σε ισόβια κάθειρξη. Ο Rebatet δουλεύει σκληρά πάνω στο κείμενο του “Les deux étendards”, ελπίζοντας να το τελειώσει πριν την τελική παράσταση.  

«Θα ήταν νεκρός σε μισή ώρα γιατί είχε πεποιθήσεις, γιατί είχε προσπαθήσει να πολεμήσει. Αδρανής, αδιάφορος, σαν τριάντα εννέα και μισό εκατομμύρια πολίτες, θα είχε πενήντα χρόνια ζωής μπροστά του», έτσι περιγράφεται από τον Robert Brasillach ένας από τους καταραμένους συγγραφείς του «έντονου και κόκκινου φασισμού» σύμφωνα με τον μεγάλο ποιητή. Φυλακισμένος επειδή κατηγορήθηκε και αυτός για προδοσία για τα γραπτά του για στο “Je suis partout”. Ένας Brasillach οποίος παρακολουθεί από το κελί του τη βόλτα προς τον θάνατο ενός καταδικασμένου για τις ιδέες του, θύματος της εκκαθάρισης και αυτός, που ξεκινώντας το 1945, έπεσε σε μια «Γιακωβίνικη»  σκληρότητα  όπως όλοι οι συνεργάτες του Vichy. Τη φυλακή, τη δίκη, την αναμονή της θανατικής ποινής, που κράτησε 4μιση μήνες, θα διηγηθεί αριστοτεχνικά ο Rebatet στη φυλακή με το “Lettres de prison”. Ιδιαίτερα το μακροσκελές γράμμα, που γράφτηκε τον Απρίλιο του 1947, «όταν η θλιβερή σκιά των πυροβολισμών θα δώσει τη θέση της στον ήλιο της ζωής, έστω και σε αιχμαλωσία. Είναι ο απολογισμός του πώς περνούν μέρες χωρίς να ξέρουμε αν θα ξημερώσει η επόμενη μέρα, το καθημερινό μαρτύριο εκείνων που δεν ξέρουν αν πίσω από τον δεσμοφύλακα που ανοίγει διάπλατα το κελί υπάρχει χάρη ή εκτέλεση». Τελικά η αγωνία του θανάτου τελειώνει με μια χάρη, αλλά στάλθηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα με την κατηγορία «πληροφορίες στον εχθρό», παρέα με τον Pierre-Antoine Cousteau, (αδελφό του διάσημου διοικητή, του ωκεανογράφου Jacques-Yves Cousteau,) στο Clairvaux, όπου το “Les Deux étendards” θα τελειώσει. Το αίτημα για χάρη είχε υπογραφεί από τους Jean Paulhan, Bernanos, Roger Martin du Gard, Roland Dorgelès, Pierre Mac Orlan, Jean Anouilh, Camus, Mauriac, Claudel, Marcel Aymé αλλά και λόγω στην ακούραστη δουλειά της γυναίκας του που χτύπησε όλες τις πόρτες, εκλιπαρώντας για χάρη για τον αγαπημένο της Lucien.  

Τον Σεπτέμβριο του 1950, το χειρόγραφο στάλθηκε κρυφά στον οίκο Gallimard από τη Véronique Rebatet και δημοσιεύτηκε σε δύο τόμους το 1952. Το “Les Deux Étendards” έλαβε μερικές θετικές κριτικές, ειδικά από την ομάδα «Hussards», αλλά παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα λογοκριμένο από εφημερίδες και βιβλιοπωλεία. Ο Rebatet δεν έγινε μύθος. Ούτε καν η συμπεριφορά του τις καυτές μέρες της κάθαρσης δεν τροφοδότησε έναν πιθανό θρύλο. Δεν επέλεξε την αυτοκτονία, όπως ο Drieu, για την αποδοχή της δικαστικής δολοφονίας όπως ο Brasillach ή ο Hérold-Paquis. Ούτε για να δραπετεύσει όπως ο Alphonse de Chateaubriant ή ο Céline. Κατά τη διάρκεια της δίκης δεν έδειξε περηφάνια, προσπάθησε να σώσει την κατάσταση. Ήταν καλός και καλλιεργημένος κριτικός τέχνης, μουσικής και κινηματογράφου, λίγο δανδής με παπιγιόν, που στη δίνη της σύγκρουσης νόμιζε ότι ήταν αυτό που δεν ήταν, πολιτικός αναλυτής, προπαγανδιστής μιας κομματικής ιδέας. Σε αντίθεση με τον Cousteau, που στάθηκε προκλητικά μπροστά στους δικαστές και λυπήθηκε για τη γερμανική ήττα: «Παρ’ όλα τα εγκλήματά του (Hitler), ήταν η τελευταία ευκαιρία του λευκού άνδρα»

Κατά την ανάγνωση της καταδικαστικής απόφασης ο Rebatet δεν αντέδρασε, ενώ ο Cousteau έδειξε μια στωική περιφρόνηση. Το έργο του θα αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους κριτικούς, ακόμη και μετά την επανεκτύπωση του το 1991. Απελευθερώθηκε τελικά στις 16 Ιουλίου 1952 αφού αρχικά ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Έπειτα ο Rebatet εκδιώχθηκε από την κοινωνία αφού αρχικά του απαγορεύτηκε να διαμένει στο Παρίσι και έζησε μια μάλλον άθλια ζωή σχεδόν απομονωμένος. Ένα άλλο μυθιστόρημα το “Les Epis Murs” (Gallimard, 1954) είχε αρκετά καλή υποδοχή. Τον Ιούλιο του 1961, θα είναι από τους λίγους που θα παρευρεθούν στην κηδεία του Celine, μαζί με τους Marcel Ayme, Claude Gallimard, Roger Nimier, Robert Poulet, Jean-Roger Caussimon. Μέχρι το τέλος θα παραμείνει πιστός στη φασιστική ιδέα, όχι όμως πλέον στον αντισημιτισμό: πράγματι, θαυμάζει το νέο ισραηλινό έθνος σε πόλεμο εναντίον των Αράβων το 1967. Εκδίδει το “Une histoire de la musique”, το λιγότερο πολιτικό και γνωστότερο έργο του, ένα αυθεντικό βιβλίο αναφοράς, με μια ασυνήθιστη ευαισθησία. Ο Rebatet, με το ψευδώνυμο François Vinneuil, συνεχίζει επίσης να είναι ένας σεβαστός, οξύς κριτικός κινηματογράφου και τέχνης. Στις 24 Αυγούστου 1972, ο Lucien Rebatet πέθανε από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία μικρότερη των 69 ετών, στο Moras-en-Valloire. Η σύζυγός του Véronique, θα ζήσει μέχρι το 1988 και βρίσκεται στον ίδιο τάφο, δίπλα στον άντρα της.  

Σήμερα το να ξαναδιαβάζει κάποιος τον Rebatet, τον Brasillach και όλους τους μεγάλους συγγραφείς και φιλόσοφους του «φασιστικού ρομαντισμού», είναι μια πολιτική και πολιτιστική αξία. Έτσι μπορούμε να αντισταθούμε στην σημερινή πνευματική παρακμή και να βρούμε το σθένος για την άμυνα μας. Και αυτό είναι ίσως, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Drieu la Rochelle, είναι το διανοητικό καθήκον της εποχής μας: «Να προχωρήσουμε πέρα από το γεγονός, να επιχειρήσουμε ριψοκίνδυνους δρόμους, να ακολουθήσουμε όλους τους πιθανούς δρόμους. Τίποτα το σοβαρό εάν προκύψουν επίσης σφάλματα. Αλλά είναι ο μόνος τρόπος να πάμε εκεί που δεν υπάρχει κανείς». 

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε